- ανεμομηχανή
- Μηχανή που χρησιμοποιείται για τη μετατροπή της κινητικής ενέργειας σε μηχανικό έργο. Μία από τις αρχαιότερες α. είναι o ανεμόμυλος που αποτελείται από έναν οριζόντιο άξονα και ένα σύστημα γερτών πτερύγων, από ύφασμα τις περισσότερες φορές, που εφαρμόζει σε αυτόν. Με την πίεση που ασκεί ο άνεμος δημιουργείται ώθηση που αναλύεται σε συνιστώσες, από τις οποίες άλλες αναιρούνται από την αντίσταση των υποστηριγμάτων, ενώ η λεγόμενη ωφέλιμη προκαλεί τη στροφή των πτερύγων. Ο άξονας ρυθμίζεται με τέτοιον τρόπο ώστε να βρεθεί αντιμέτωπος προς τον άνεμο και να παραχθεί η κίνηση με την περιστροφή είτε ολόκληρου του κατασκευάσματος είτε μόνο του συστήματος των πτερύγων. Τα τελευταία χρόνια χρησιμοποιούνται ανεμοκινητήρες που το στρεπτό τους σύστημα αποτελείται από πολλά μετάλλινα ή και ξύλινα ελάσματα με ακτινωτή διάταξη. Οι α. είναι γενικά μικρής ισχύος και χρησιμοποιούνται για την άντληση νερού, το άλεσμα του σίτου και σπανιότερα για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Ήδη, για την αύξηση της παραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας, χρησιμοποιούνται στην κατασκευή του συστήματος έλικες ανάλογες με του αεροπλάνου, που δεσμεύουν περισσότερη ενέργεια (βλ. λ. ανεμογεννήτριες).
Dictionary of Greek. 2013.